- διωκτῶν
- διώκτηςmasc gen plδιωκτήρpursuermasc gen plδιωκτόςdriven into exilefem gen plδιωκτόςdriven into exilemasc/neut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Άψυρτος — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του βασιλιά της Κολχίδας Αιήτη, ετεροθαλής αδελφός της Μήδειας, που τον πήρε μαζί της, όταν έφυγε με τον Ιάσονα, και τον διαμέλισε, ρίχνοντας τα κομμάτια του ένα ένα, για να καθυστερήσει μαζεύοντάς τα ο πατέρας της, που… … Dictionary of Greek
Ιερεμίας — I (Αναθώθ, Βασίλειο του Ιούδα 650 π.Χ. – Αίγυπτος περ. 590 π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν ο δεύτερος κατά σειρά από τους μείζονες προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Εμφανίστηκε στον δημόσιο βίο το 626 π.Χ., σε πολύ νεαρή ηλικία. Πολλά από τα κηρύγματά… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Λακτάντιος, Λούκιος Καικίλιος Φιρμιανός — (Lucius Caecilius Firmianus Lactantius, 3ος 4ος αι. μ.Χ.). Χριστιανός απολογητής, αφρικανικής καταγωγής. Ήταν ρήτορας στη Νικομήδεια και δάσκαλος του Κρίσπου, γιου του Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μαθητής του Αρνοβίου, περιγράφει με ιδιαίτερη δριμύτητα … Dictionary of Greek